Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

στο δρόμο, στο λιμάνι, στο σταθμό

άλυτη βάρκα, κύμα του χρόνου, φίλοι χαμένοι, σημαδεμένοι, οι δρόμοι στεγνοί. πόσο θα ήθελα να είχα προλάβει, το τελευταίο χορό. πριν η νύχτα τελειώσει, για πάντα να έκλεινα σ’ ένα λόγο δειλό. θυμάσαι; πάντα θυμάμαι κι ο νους μου βαλτώνει ξανά. η θάλασσα μόνη κι εμείς μελωδικοί ακροβάτες πιστοί. με κιθάρες μουντές και αλώβητους στίχους που κρατούνε τις ίδιες για πάντα στιγμές. είναι στο χθες. όχι πως θέλω να μένω εδώ, μα είναι οι δρόμοι που καταλήγουνε πάντα στον ίδιο σκοπό. ρομαντικός; όχι δειλός. δωσ’ μου μια σχεδία, να σεργιανήσω μονάχος, του ορίζοντα το πάθος που φτάνει ως την άλλη μεριά. κι ύστερα πες μου ιστορίες για ναύτες που χάραζαν ρότες στα πέλαγα για μιαν αγάπη παλιά. αφημένη σε κάποιου ταξίδι μια σαλεμένη γωνιά. κι αν τελικά δε σαλπάρω ποτέ, για μια στιγμή, χάρισε μου το βλέμμα σα να επέστρεφα κι εγώ από προορισμό μακρινό.Σύνδεσμος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

αφηρημένος λόγος

θολή σιωπή . το βλέμμα αφηρημένο . αντάμωμα ξένο σε ουρανό γαλανό . υγρό στοιχείο . στάσιμο χρόνια . φιγούρες ενώνει, σκορπά το σφυγμό . ατέλειωτες ώρες . σε λίγα λεπτά . μετρούνε οι μέρες, τα μάτια σκυφτά . όραση λαβωμένη και η ακοή φυλακή . στο άγγιγμα αρνούνται να δώσουν πνοή . άλμα στο χρόνο . τόποι αλλοτινοί . οι θύμησες νότες ηχούν μια στιγμή ...

μονόλογος

γεννιέσαι δειλός και μόνος. ζεις ρομαντικά την μοναξιά σου και συνηθίζεις να μετριάζεις τον αυθορμητισμό σου με μουδιασμένες κινήσεις, λέξεις, φωνές. τώρα τέλος.

ο κήπος

που να μιλήσεις μικρέ μου κήπε; ποιους να αγγίζεις άδειε ουρανέ; ονειρεμένες Κυριακές μας ανταμώνουν και μας χωρίζουν βιαστικές αναπνοές. ούτε γελάς, ούτε πονάς. μόνο στα βήματα σιωπάς και περιμένεις την επόμενη στροφή για να ρωτήσεις. δεν απαντάς, μόνο κοιτάς, αληθινές ματιές για ν’ αντικρίσεις. χρόνοι στο χθες, μαύρες σκιές, άμισθες ώρες σου δωρίσαν τη γαλήνη. τώρα γυρνάς, μόνο κοιτάς και νοσταλγείς την ώρα να τη ζήσεις. αναριγάς, δρόμοι νερά, φύλλα φτερά, δέντρα σα σκιάχτρα, μια πόλη έχουν μεθύσει. μάσκες φορούν, δεν είν’ εχθροί, από ντροπή μη και τυχόν τ’ αναγνωρίσεις. τώρα τους βλέπω καθαρά και προς τη δύση. είναι ορθάνοιχτες καρδιές δεν έχουν κλείσει. υπομονή, ανθίζει η γη, ανθίζεις κήπε μου μικρέ για να γεμίσεις, του ουρανού, του στεναγμού και της ανείπωτης χαράς την άδεια ρήση.