που να μιλήσεις μικρέ μου κήπε; ποιους να αγγίζεις άδειε ουρανέ; ονειρεμένες Κυριακές μας ανταμώνουν και μας χωρίζουν βιαστικές αναπνοές. ούτε γελάς, ούτε πονάς. μόνο στα βήματα σιωπάς και περιμένεις την επόμενη στροφή για να ρωτήσεις. δεν απαντάς, μόνο κοιτάς, αληθινές ματιές για ν’ αντικρίσεις. χρόνοι στο χθες, μαύρες σκιές, άμισθες ώρες σου δωρίσαν τη γαλήνη. τώρα γυρνάς, μόνο κοιτάς και νοσταλγείς την ώρα να τη ζήσεις. αναριγάς, δρόμοι νερά, φύλλα φτερά, δέντρα σα σκιάχτρα, μια πόλη έχουν μεθύσει. μάσκες φορούν, δεν είν’ εχθροί, από ντροπή μη και τυχόν τ’ αναγνωρίσεις. τώρα τους βλέπω καθαρά και προς τη δύση. είναι ορθάνοιχτες καρδιές δεν έχουν κλείσει. υπομονή, ανθίζει η γη, ανθίζεις κήπε μου μικρέ για να γεμίσεις, του ουρανού, του στεναγμού και της ανείπωτης χαράς την άδεια ρήση.
δικαιώθηκαν οι άλλοι. μας λογάριασαν μικρούς. δεν μας δίνει σημασία ούτε η βροχή. ξέχασες την ανάσα της σελήνης. θόλωσε στο βλέμμα σου το σ’ αγαπώ. στέγνωσε το φιλί στα όνειρα σου. πάντοτε θα νοσταλγείς αυτό για το οποίο δεν τόλμησε να αρθρώσεις μιλιά . που είναι εκείνες οι νύχτες; πότε θα κεράσουμε νότες στο γιαλό; οι φωνές μας μουδιασμένες προβάλουν δειλές. μη με κοιτάς, δεν έχω τι να πω. μη μου μιλάς, τη γλώσσα μου δεν έμαθα να λύνω. πρόσφυγας εγώ, ντόπια η σιωπή, με καλοδέχτηκε και λέω να τη τιμήσω...
Σχόλια