Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

το ωμέγα της αγάπης

Οι αρχαίοι βρήκανε τη λέξη έρωτας για να εκφράσουν αυτό το αίσθημα.
Όμως εκείνο το αντίθετο αίσθημα που ακυρώνει τον εγωισμό, το βαθύ, ωραίο αίσθημα δεν είχε όνομα.
Είπανε λοιπόν οι σοφοί της εποχής:
«Πρέπει να βρούμε μια λέξη, μια όμορφη λέξη».
Ανεβήκανε στο βουνό πήρανε και τον τελάλη μαζί τους για να το φωνάξει, να το ακούσουνε. Αφού σκορπιστήκανε, λοιπόν, μετά από δυο-τρεις μέρες βρεθήκανε.
Κάτσανε στο πέτρινο τραπέζι και ο ένας είπε:
-
«Πρέπει να αρχίζει η λέξη από το "α" γιατί θα είναι η αρχή του κόσμου, το "α"».
-
«Ναι», λέει ο άλλος, «θα πρέπει το άλφα να το βαφτίσουμε μες στην ψυχή».
Και λέει ο άλλος:
-
«Το βρήκα, θα το κατεβάσουμε αναπνέοντας το "α-γα" και θα το βγάλουμε πάνω "πω". Ένα βαφτισμένο "α" στο στήθος και θα το λέμε».
Τους άρεσε.
Λένε στον τελάλη:
«Για φώναξέ το».
Βγαίνει στην πέτρα και αυτός λέει:
«Αγαπώ».
-
«Όχι έτσι, πιο βαθιά, στείλε το μακριά».
Παίρνει βαθιά ανάσα και φωνάζει:
-
«Αγαπωωωωωωωώ».
Και το ωμέγα άρχισε να ταξιδεύει στα βουνά.
-
«Θα το χάσουμε το ωμέγα», είπε.
Τότε βρήκαν μια περισπωμένη, του τη βάλαν από πάνω βάρυνε το αγαπώ, έμεινε στη θέση του.
Ήρθε κάποτε ένας είδε την περισπωμένη λέει:
-
«Τι γυρεύει αυτή εδώ πέρα»;
Την έβγαλε και από τότε χάσαμε το ωμέγα της αγάπης.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Λουδοβίκος των Ανωγείων -
"Το ωμέγα της αγάπης"

Σχόλια

Ο χρήστης R@miAnNa είπε…
τι ομορφο!!!!μου εφτιαξε την διαθεση!!!:)))
Ο χρήστης Sotiris R. είπε…
Λουδοβίκος είναι αυτός..

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

αφηρημένος λόγος

θολή σιωπή . το βλέμμα αφηρημένο . αντάμωμα ξένο σε ουρανό γαλανό . υγρό στοιχείο . στάσιμο χρόνια . φιγούρες ενώνει, σκορπά το σφυγμό . ατέλειωτες ώρες . σε λίγα λεπτά . μετρούνε οι μέρες, τα μάτια σκυφτά . όραση λαβωμένη και η ακοή φυλακή . στο άγγιγμα αρνούνται να δώσουν πνοή . άλμα στο χρόνο . τόποι αλλοτινοί . οι θύμησες νότες ηχούν μια στιγμή ...

μονόλογος

γεννιέσαι δειλός και μόνος. ζεις ρομαντικά την μοναξιά σου και συνηθίζεις να μετριάζεις τον αυθορμητισμό σου με μουδιασμένες κινήσεις, λέξεις, φωνές. τώρα τέλος.

ο κήπος

που να μιλήσεις μικρέ μου κήπε; ποιους να αγγίζεις άδειε ουρανέ; ονειρεμένες Κυριακές μας ανταμώνουν και μας χωρίζουν βιαστικές αναπνοές. ούτε γελάς, ούτε πονάς. μόνο στα βήματα σιωπάς και περιμένεις την επόμενη στροφή για να ρωτήσεις. δεν απαντάς, μόνο κοιτάς, αληθινές ματιές για ν’ αντικρίσεις. χρόνοι στο χθες, μαύρες σκιές, άμισθες ώρες σου δωρίσαν τη γαλήνη. τώρα γυρνάς, μόνο κοιτάς και νοσταλγείς την ώρα να τη ζήσεις. αναριγάς, δρόμοι νερά, φύλλα φτερά, δέντρα σα σκιάχτρα, μια πόλη έχουν μεθύσει. μάσκες φορούν, δεν είν’ εχθροί, από ντροπή μη και τυχόν τ’ αναγνωρίσεις. τώρα τους βλέπω καθαρά και προς τη δύση. είναι ορθάνοιχτες καρδιές δεν έχουν κλείσει. υπομονή, ανθίζει η γη, ανθίζεις κήπε μου μικρέ για να γεμίσεις, του ουρανού, του στεναγμού και της ανείπωτης χαράς την άδεια ρήση.